- χρυσόλινον
- τὸ, ΜΑχρυσή κλωστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + λίνον «λινάρι» (πρβλ. λευκό-λινον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσολίνῳ — χρυσόλινον gold thread neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek